- ναρθηκώδης
- ναρθηκώδης, -ῶδες (ΑΜ) [νάρθηξ]όμοιος με νάρθηκα, ναρθηκοειδής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναρθηκώδης — like a masc/fem acc pl (attic epic doric) ναρθηκώδης like a masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ναρθηκώδης like a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκώδη — ναρθηκώδης like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ναρθηκώδης like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ναρθηκώδης like a masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκῶδες — ναρθηκώδης like a masc/fem voc sg ναρθηκώδης like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκωδῶν — ναρθηκώδης like a masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκώδους — ναρθηκώδης like a masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek